- υπερμετρία
- η / ὑπερμετρία, ΝΜΑνεοελλ.ιατρ. αύξηση τού εύρους τών κινήσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τον σκοπό τους, μολονότι η γενική τους κατεύθυνση παραμένει ακριβήςμσν.η παράβαση τών μετρικών κανόνωναρχ.1. η υπέρβαση κάθε μέτρου2. πλημμύρα, ξεχείλισμα («ποταμῶν ὑπερμετρία», Πτολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμετρος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hypermetrie].
Dictionary of Greek. 2013.